- φατνίζω
- φατνίζω, an der Krippe, im Stalle halten, im Stalle füttern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο … Dictionary of Greek